Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρεσκιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρέσκια τα.
  • Eπιθυμία:
    • (Διγ. Z 2210).

[<ουσ. αρέσκεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρεσκιά [arescjá] η,
  • ① = αρεσιά:
    • το σπίτι είναι της αρεσκιάς του |
    • πήρε γυναίκα της αρεσκιάς του |
    • δοκίμασαν να διορθώσουν το τραγούδι κατά την ~ τους (Apostolakis) |
    • poem .. αφήκα την καρδιά μου ελεύτερη της αρεσκιάς να πράξει (Kazantz Od 2.188) |
    • και γύρω σα να εγύρευες ανθό της αρεσκιάς σου, | στα χαμολούλουδ' έσκυφτες κλ (Valavanis)
  • ② marriage contract region. (Epir, Kerk, Kephall, Zak) (syn προικοσύμφωνο):
    • να ξέρεις πως την Kυριακή η ~θα γένει (Gouzelis)

[der of αρέσκεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go