Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρεοπαγιτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρεοπαγιτικός, -ή, -ό [areopayitikós] (L) law
  • of or pertaining to the highest court of appeals or its members:
    • αρεοπαγιτική τήβεννος

[fr kath αρεοπαγιτικός ← K, AG ἀρεοπαγιτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες