Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρειμάνιος -α -ο [arimánios] Ε6 : που έχει άγριες, πολεμόχαρες διαθέσεις. || (ειρ.) που προσπαθεί να δίνει την εντύπωση του άγριου, του πολεμόχαρου: Aρειμάνιο ύφος. || Tρέφει αρειμάνιο μύστακα.
αρειμανίως ΕΠIΡΡ (συνήθ. για κάπνισμα) με μανία: Kαπνίζει ~. [λόγ. < ελνστ. ἀρειμάνιος· λόγ. αρειμάνι(ος) -ως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρειμάνιος, -α, -ο [arimánios] (L)
- ① bellicose, pugnacious, quarrelsome (near-syn επιθετικός, εριστικός):
- αρειμάνια δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου |
- να τους εξηγήσουμε χωρίς αρειμάνιο ύφος πως δεν τους φοβούμαστε διόλου (Christidis)
- ② fierce-looking, swaggering, strutting, ostentatious:
- ~φουστανελοφόρος |
- παράστημα λεβέντικο και αρειμάνιο |
- εφάνηκαν δύο ευζώνοι με τον σταθμάρχη επικεφαλής αρειμάνιον (Karkavitsas) |
- είχε σταθεί μπρος στον καθρέφτη προσπαθώντας να δώσει στο μουστάκι του αρειμάνιο σχήμα (Voutyras) |
- αρειμάνιες ζωγραφιές στο δέρμα δεν βεβαιώνουνε γενναία καρδιά (Apostolakis)
[fr kath αρειμάνιος ← MG ← K ἀρειμάνιος ← AG ὁ \Aρειμάνιος (← Middle-Pers Ahreman, 'the evil spirit')]
- ① bellicose, pugnacious, quarrelsome (near-syn επιθετικός, εριστικός):



