Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αργώς, επίρρ.
-
- Σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη:
- αργώς και μετά μέλους έψαλαν τον εσπερινόν (Kώδ. Xρονογρ. 5617).
[αρχ. επίρρ. αργώς. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη: