Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργών -ούσα -ούν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αργών, -ούσα, -ούν [arγόn] (L)
  • lying idle or unexploited:
    • ( παραγωγικός εξοπλισμός |
    • η συμμετοχή της ιδιωτικής αποταμιεύσεως θα συντελέσει στην παραγωγική χρησιμοποίηση αργούντων ιδιωτικών κεφαλαίων (Angelop)

[fr kath αργών, prp of αργώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργώνω [arγόno] aor άργωσα, region. (Aegean)
  • stop producing milk, be dried up:
    • η αγελάδα, η κατσίκα άργωσε

[der of αργός; cf Somavera αργώνω 'delay']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες