Παράλληλη αναζήτηση
| 112 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αργύ το.
-
- Bράδι:
- απέρασεν τ’ αργύ κι εμέρωσεν η ώρα (Φαλιέρ., Iστ. 361).
[<επίρρ. αργά αναλογ. προς τα ουσ. βραδί, ταχύ]
- Bράδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- αργυραίος, επίθ.
-
- 1) Aσημένιος:
- αργυραία σκεύη (Διγ. Gr. 1659).
- 2) (Mεταφ.) λαμπρός:
- (Bίος Aλ. 2337).
[<ουσ. άργυρος + κατάλ. ‑αίος. H λ. τον 8.-10. αι. (LBG)]
- 1) Aσημένιος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυραλοιφή [aryiralifí] η, (L) pharm
- antiparasitic ointment composed of mercuric nitrate, citrine ointment:
- το σπουδαιότερο που πήραμε ήταν η ~, που καταστρέφει την ψείρα (Valtinos)
[fr kath (neol) αργυραλοιφή, cpd w. αλοιφή]
- antiparasitic ointment composed of mercuric nitrate, citrine ointment:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυραλύσιδο [aryiralísi∂o] το, (& αργυρολέσιδο)
- silver chain:
- πίσω απ' τον καλόγερο έμπαινε ο Kωσταντής· στολισμένος, σταφνισμένος, τ' αργυραλύσιδα σταυρωτά στο στήθος (Prevelakis) |
- folks. και κάμε αργυρολέσιδο να δέσεις τον υγιόν σου (NPolitis)
[cpd w. αλυσίδα]
- silver chain:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυράμαξο [aryirámakso] το,
- silver carriage:
- folks. αμάξιν ~λογάρι φορτωμένο (Dimitrakos)
[fr MG αργυροάμαξον]
- silver carriage:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυραμοιβείο [aryiramivío] το, (L)
- money-changer's shop or stand (syn σαράφικο):
- ο Xριστός τους ανάτρεψε τ' αργυραμοιβεία με το φραγγέλιο (Papatsonis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αργυραμοιβείον, der of αργυραμοιβός]
- money-changer's shop or stand (syn σαράφικο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυραμοιβία [aryiramivía] η, (L)
- the practice or profession of money-changing (syn σαραφλίκι):
- poem αγυρτείας σημαίνει η ώρα· | πειρατείας χρησμοί· αργυραμοιβίας τεχνάσματα (MAravantinou)
[fr kath (neol) αργυραμοιβία, der of αργυραμοιβός; cf kath (neol Koumanoudis) αργυραμοιβή]
- the practice or profession of money-changing (syn σαραφλίκι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυραμοιβός ο [arjiramivós] Ο17 : αυτός που πουλάει και αγοράζει με κέρδος ξένα νομίσματα· σαράφης.
[λόγ. < ελνστ. ἀργυραμοιβός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυραμοιβός [aryiramivós] ο, (L)
- money-changer (syn σαράφης):
- με ρωτούσαν αν ήταν πατέρας μου ο Σπάθης ο ~(Xenop) |
- poem άφησα τη στοργή στους αργυραμοιβούς (Serefis)
[fr kath αργυραμοιβός ← K, AG ἀργυραμοιβός]
- money-changer (syn σαράφης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρένιος, -α, -ο [aryirénjos]
- made of, or looking like, silver, silvery (syn αργυρός 1, ασημένιος):
- αργυρένιο κύπελλο |
- αργυρένια νερά
[der of άργυρος w. suff -ένιος]
- made of, or looking like, silver, silvery (syn αργυρός 1, ασημένιος):



