Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργόσχολα [arγósxola] adv (L)
- idly, inactively, leisurely:
- ήθελαν να περνούν τον καιρό τους ~, γιατί άλλοι δούλευαν γι' αυτούς (Vacalop) |
- ανέβαινε τον ανήφορο αργά, ~ τάχα (Terzakis) |
- τριγύριζε ~ κάθε μέρα στις δύο κάμαρες (Rossidis)
[der of αργόσχολος2]
- idly, inactively, leisurely:



