Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργόσχολα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αργόσχολα [arγósxola] adv (L)
  • idly, inactively, leisurely:
    • ήθελαν να περνούν τον καιρό τους ~, γιατί άλλοι δούλευαν γι' αυτούς (Vacalop) |
    • ανέβαινε τον ανήφορο αργά, ~ τάχα (Terzakis) |
    • τριγύριζε ~ κάθε μέρα στις δύο κάμαρες (Rossidis)

[der of αργόσχολος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go