Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυρώνητος -η -ο [arjirónitos] Ε5 : (λόγ.) που εξαγοράζεται με χρήματα· πουλημένος: Aργυρώνητοι ψηφοφόροι / οπαδοί / δικαστές / μάρτυρες.
[λόγ. < αρχ. ἀργυρώνητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρώνητος, -η, -ο [aryirόnitos] (L)
- bought over, bribed, corrupt, venal (syn αγορασμένος 2, δωροδοκούμενος, μίσθαρνος L, παραδόπιστος, πληρωμένος, πουλημένος):
- ~διαιτητής, δικαστής, υπουργός |
- ~ τύπος
[fr kath αργυρώνητος ← K (also pap), AG ἀργυρώνητος 'bought w. silver']
- bought over, bribed, corrupt, venal (syn αγορασμένος 2, δωροδοκούμενος, μίσθαρνος L, παραδόπιστος, πληρωμένος, πουλημένος):



