Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργούτσικα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αργούτσικα [arγútsika] (& region. ταργούτσικα) adv
  • at a latish hour, rather late:
    • γύρισε σπίτι του ~ |
    • poem πού πας τ' αργά ταργούτσικα, τώρα το βράδυ βράδυ; (Matsoukas)

[der of αργούτσικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go