Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργούτσικα [arγútsika] (& region. ταργούτσικα) adv
- at a latish hour, rather late:
- γύρισε σπίτι του ~ |
- poem πού πας τ' αργά ταργούτσικα, τώρα το βράδυ βράδυ; (Matsoukas)
[der of αργούτσικος]
- at a latish hour, rather late:



