Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοσχολία [arγosxolía] η, (L)
- state of doing nothing or having nothing to do, idleness, inactivity, laziness (near-syn αεργία L, απραξία 1, τεμπελιά):
- gnom η ~κ' η τεμπελιά τείνουν προς την κακία (Vrettakos) |
- στην αρχή πάει κανείς στο καζίνο από ~, για να δει τι είναι (Ouranis) |
- προφυλάσσεται από τα πολλά δυσάρεστα της αργοσχολίας (Katsigra)
[fr kath (neol) αργοσχολία, der of kath (neol) αργόσχολος]
- state of doing nothing or having nothing to do, idleness, inactivity, laziness (near-syn αεργία L, απραξία 1, τεμπελιά):



