Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργοσβήνω [arγozvíno] Ρ αόρ. αργόσβησα, απαρέμφ. αργοσβήσει (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σβήνω σιγά σιγά: H φωτιά αργοσβήνει στο τζάκι. 2. (μτφ.) φθίνω, πεθαίνω σιγά σιγά: Aργοσβήνει από βαριά κι αγιάτρευτη αρρώστια.
[αργο- + σβήνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοσβήνω [arγozvíno] (& αργοσβηώ) ipf αργόσβηνα, mi αργοσβήνομαι (& αργοσβηέμαι), ipf αργοσβηόμουν, ppp αργοσβησμένος
- ① be extinguished or go out slowly:
- αργοσβησμένη φλόγα |
- poem σταχτάλιασαν τα κάρβουνα και τρίζουν κι αργοσβήνουν (Sinop)
- ② fig go away gradually, fade out (syn αργολιώνω 2):
- το δειλινό, το καλοκαίρι αργοσβήνει |
- στα παγκάκια, χαυνωμένοι από τη ζέστη της ημέρας που αργοσβηόταν, είχανε κλαρώσει μερικοί συνταξιούχοι κλ (Terzakis) |
- αργοσβήνεται το τραγούδι των τζιτζικιών (Zappas) |
- poem τ' άσωτου γύρα μου καημού κι αν αργοσβηέται η μνήμη (Sikel) |
- νοιώθω βαθιά, βαθιά μου το μαράζι | του πόνου μου να σβήνει, ν' αργοσβήνει (Tangop)
- ⓐ die slowly, wither away (near-syn αργοπεθαίνω):
- όταν η Πολυδούρη αργόσβηνε χτυπημένη από τη φυματίωση, ο Zώτος βρέθηκε κοντά της (Stamelos)
[cpd w. σβήνω]
- ① be extinguished or go out slowly:



