Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργοσαλεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοσαλεύω [arγosalévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) κινούμαι, μετατοπίζομαι αργά, ελαφρά.

[αργο- + σαλεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοσαλεύω [arγosalévo] ipf αργοσάλευα, aor αργοσάλεψα
  • ① trans move (sth) slowly or gently (syn αργοκινώ 1, αργοκουνώ 1, αργοσείω 1):
    • ~τα μάτια, τα χείλη |
    • οι καμήλες περνούν αργοσαλεύοντας το λαιμό (Kazantz) |
    • ο άνεμος της νύχτας μπήκε αργοσαλεύοντας τις κουρτίνες αθόρυβα (Karagatsis) |
    • το χορταράκι αργοσαλεύει τις κορφούλες του στον ελαφρότατο άνεμο (Petsalis)
  • ② intr move (o.s.) slowly, stir gently or slightly (syn αργοκινούμαι, αργοκουνιέμαι, αργοσειέμαι):
    • η βάρκα, το δέντρο, το μαντήλι αργοσαλεύει |
    • δάχτυλα, λουλούδια, σκιές, φύλλα αργοσαλεύουν |
    • έβλεπε τους λαιμούς των κύκνων ν' αργοσαλεύουν στη λίμνη (KPapa) |
    • η μισοφωτισμένη εκκλησία αργοσάλευε στο λίκνισμα των καντηλιών (Karagatsis) |
    • μέσα στη μυρμηγκιά των διαδηλωτών, που αργοσάλευε, ένοιωθες να σε κυριεύει δύναμη (ChZalokostas) |
    • απέναντι στην όχθη τα νερά αργοσαλέψανε (Segditsas)

[cpd w. σαλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go