Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργοπεθαίνω [arγopeθéno] Ρ7.1α : 1.πεθαίνω σιγά σιγά: Πολλοί νέοι αργοπεθαίνουν εξαιτίας των ναρκωτικών. Aργοπεθαίνει από νοσταλγία για τη μακρινή του πατρίδα. 2. (μτφ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι βαθμιαία: H επιχείρηση αργοπεθαίνει από τα χρέη.
[αργο- + πεθαίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοπεθαίνω [arγopeθéno] ipf αργοπέθαινα, aor αργοπέθανα
- ① pass away slowly, die slowly (syn σιγοπεθαίνω, near-syn αργοσβήνω 2b):
- η μητέρα μου αργοπέθαινε από συνέπειες της πείνας της Kατοχής (Nakou) |
- τ' αδέλφια μας βασανίζονται όλη μέρα, αργοπεθαίνουν, τουφεκίζονται τραγουδώντας τον ύμνο στη λευτεριά (Theotokas) |
- ένας γέρος εγκαταλελειμμένος, άρρωστος και σχεδόν τυφλός, αργοπεθαίνει (Psathas) |
- ξεχώρισε το αγριωπό κεφάλι, που 'κανε τον Mπερτσέ να μοιάζει με ξέδοντο λιοντάρι που κείτεται μέσα στην τρύπα του ν' αργοπεθάνει ειρηνικά (Prevelakis) |
- να πεθάνω, ν' αγκαλιάσω σε μια στιγμή το θάνατο πατώντας ένα ελατήριο, ναι· μα ν' ~, να λιώνω είναι κάτι που δε μου πάει (TAthanasiadis) |
- poem .. η δρακόντισσα φθορά κονταροτρυπημένη | κάτου από τ' άλογο του αγίου τροπαιοφόρου αργοπεθαίνει (Palam)
- ⓐ wilt or wither gradually, die slowly:
- poem και τα λουλούδια κάτου από τα σύννεφα | με τον ψυχρόν αέρα αργοπεθαίνουν (Zotos) |
- .. θ' αντικρύζεις την καταστροφή | αγγίζοντας τα ξερόφυλλα που θ' αργοπεθαίνουν γύρω σου (Christofi)
- ② fig lose strength or significance gradually, fade out or away (syn αργοσβήνω 2, σιγοπεθαίνω):
- το Xόλλυγουντ αργοπεθαίνει |
- οι μέρες αργοπέθαιναν |
- αργοπεθαίνει η γλώσσα στα χείλη τους (Palaiologos) |
- οι πέτρες, οι τοίχοι, τα τόξα και οι θόλοι ζούνε τώρα βουβά τη δική τους ζωή και αργοπεθαίνουν (MChatzidakis) |
- poem πατέρα, αργοπεθαίνει απάνω εκεί, | αργοπεθαίνει η χώρα | από το φύσημα κάποιου ολοζώντανου θανάτου (Palam) |
- όνειρό μου, πώς έτσι αργοπεθαίνεις! (Chronop)
[cpd w. πεθαίνω]
- ① pass away slowly, die slowly (syn σιγοπεθαίνω, near-syn αργοσβήνω 2b):



