Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργοξυπνώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αργοξυπνώ [arγoksipnό] ipf αργοξυπνούσα, aor αργοξύπνησα (subj αργοξυπνήσω)
  • ① wake up late:
    • folks. κοιμήσου, γιε μου καλογιέ, όμορφε, διωματάρη, | για να γληγοροκοιμηθείς και για ν' αργοξυπνήσεις (DPetrop)
  • ② wake up slowly (syn σιγοξυπνώ):
    • τώρα κανείς ζωντανός δεν ταράζει τη γαλήνη των πεθαμένων, το νοιώθουν αυτό κι αργοξυπνούν μέσ' τα κασόνια τους (Karagatsis) |
    • τα δέντρα ρίχνανε κιόλα ένα χνούδι από ήσκιο πάνω στη γη που αργοξυπνούσε (KPolitis) |
    • κάτω, ο Mεσσηνιακός, σκεπασμένος με πουπουλιένιες ομίχλες, αργοξυπνούσε .. σαν παιδί που με κόπο το ξυπνάει η μάνα του τ' ανοιξιάτικα πρωινά (Lazaridis)

[cpd w. ξυπνώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go