Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αργολογία η· αργολογιά.
-
- Φλυαρία:
- (Kορων., Mπούας 30).
[<αργολογώ + κατάλ. ‑ία. H λ. τον 4. αι.]
- Φλυαρία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργολογία [arγoloyía] η,
- aimless talk, chattering, chatter (syn αερολογία2, φλυαρία):
- μια φυσική μου ατολμία της στιγμής κάθε φορά που λογαριάζομαι με άλλους και δυσκολία στην τέχνη και στην ~που λέγεται συζήτηση γίνονταν εντατικότερα εμπόδια μπροστά του (Palam) |
- poem ενύσταξε η ψυχή μας, ..|..| από την ~, | από την αδολεσχία (Spanias)
[fr postmed, MG ← PatrG ἀργολογία]
- aimless talk, chattering, chatter (syn αερολογία2, φλυαρία):



