Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργκό η [argó] Ο (άκλ.) : προφορικό γλωσσικό ιδίωμα, που χρησιμοποιείται ως συνθηματική γλώσσα από ορισμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες (περιθώριο, υπόκοσμος, νέοι κ.ά.) και που διαμορφώνεται κυρίως από γλωσσικά δάνεια και από παραμόρφωση της καθομιλουμένης: Επαγγελματική / επαρχιώτικη ~. H ~ της νεολαίας. Kαταλαβαίνω την ~ αλλά δεν μπορώ να τη μιλήσω.
[λόγ. < γαλλ. (αρσ.) argot (θηλ. κατά το γλώσσα)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργκό [argό] η, το, indecl
- special vocabulary and idiom of a particular social group or class, argot, slang:
- η αρχαιοελληνική, κοινοβουλευτική, ποδοσφαιρική, ρωμαίικη ~ |
- τα επαγγελματικά ~ |
- η ~ της μαγκιάς, της νεότητας |
- θα μου έφερνε την έκθεσή του .. για να την αποσυμφορήσω από συντακτικά και ορθογραφικά λάθη, για να μην κάνει καμιά κοτσάνα, όπως λέει με την ~του (Palaiologos) |
- η ~ της συνοικίας του Ψειρή μπαίνει άνετα ανάμεσα στις λυρικές λέξεις του λαϊκού τραγουδιού (Loukatos) |
- βιολί στην ~ σημαίνει 'φυλακή' (Tsirkas) |
- ο υπόκοσμος απέκτησε μια δική του ~ με πολλές υποδιαιρέσεις (IPetrop) |
- τι είναι η 'πλατεία Πιγκάλ', το λέει όμορφα με τα παρεφθαρμένα παριζιάνικα γαλλικά του και με τα ~ του το παλιό χαριτωμένο τραγουδάκι (KParaschos)
[fr Fr argot]
- special vocabulary and idiom of a particular social group or class, argot, slang:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργκοτικός, -ή, -ό [argotikós] (& αργοτικός)
- of, constituting, or expressed in slang:
- ο Pισπαίν, εκεί που είναι αληθινότερα πρωτότυπος, είναι τα λαϊκά του και με αργοτικά γλωσσήματα και χρώματα τραγούδια (Palam)
[fr Fr argotique]
- of, constituting, or expressed in slang:



