Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργιλώδης -ης -ες
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργιλώδης -ης -ες [arjilóδis] Ε11 : που περιέχει άργιλο ή που συνίσταται από άργιλο: Aργιλώδες έδαφος.

[λόγ. < αρχ. ἀργιλλώδης (δες στο άργιλος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργιλώδης, -ης, -ες [aryilό∂is] (sp. also αργιλλώδης) (L) = αργιλούχος
:
  • phr αργιλώδες χώμα (syn κοκκινόχωμα, αργιλόχωμα) |
  • αργιλώδες σιδηρομετάλλευμα
  • clay ironstone:
    • αργιλώδες στρώμα clay pan |
    • ~άμμος loam sand |
    • και ύστερα το άσπρο, το κάτασπρο των απότομων βράχων, και το καστανό της γης πλάι με το σταχτί αργιλωδών λουρίδων (Nirvanas) |
    • τα πετρώματά της αποτελούνται από γρανίτη, αργιλώδη ψαμμίτη λίθο ή σχιστόλιθο (Floros) |
    • τ' αργιλώδη πετρώματα κομματιάζονται και κατρακυλούν με το πρώτο φύσημα, για να θρέψουν την άφθονη χλωρίδα του τόπου (Panagiotop) |
    • καθώς το μάρμαρο είχε μείνει θαμμένο σε αργιλώδες, ως φαίνεται, έδαφος, είχε πάρει μια χροιά πολύ κοκκινωπή (Petsalis)

[fr kath αργιλώδης ← K, AG ἀργιλ(λ)ώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες