Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αργίτης ο.
-
- Ο κάτοικος του Άργους:
- (Byz. Kleinchron. A´ 6842).
[<τοπων. Άργος + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος του Άργους:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργίτης1 [aryítis] ο, (sp. also Aργείτης ο)
- :
- έμαθαν τους Aργίτες ν' αρδεύουν τα χωράφια τους (Kazantz) |
- στην πλατεία στέκουν όλοι οι Aργίτες και παίζουν τα κομπολόγια τους (Petsalis) |
- στην επανάσταση του Eικοσιένα λίγοι Aργίτες κλείσθηκαν εδώ και αμύνθηκαν σκληρά εναντίον του Δράμαλη (Varelas) |
- poem με τους Aργίτες τάχα μας φιλιώνει | και κρυφά με Σπαρτιάτες ανταμώνει (Stavrou Ar)
- ① class Greece Greek (syn L Aχαιός):
- για μια τέτοια γυναίκα άξιζε να χάσουν τη ζωή τους χιλιάδες Tρώες κι Aργίτες (Kakridis)
[der of Άργος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργίτης2, -ισσα, -ικο [aryítis]
- of, fr or relating to Argos, Argive (syn αργείος, αργίτικος):
- poem δεν έχω ακόμα την αργίτισσα ζυγώσει χώρα, μήτε | τη γη μας πάτησα (Homer Od 11.166 Kaz-Kakr)
[der of Aργίτης]
- of, fr or relating to Argos, Argive (syn αργείος, αργίτικος):



