Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρβυλοποιός [arvilopiós] ο,
- military boot-maker (syn αρβυλάς):
- τα δύο πρώτα από τα σωματεία, όσα ενίσχυσαν τον φοιτητικό αγώνα στα Eυαγγελικά του 1901, τις συντεχνίες δηλαδή των αιγογαλακτοπωλών και των αρβυλοποιών (Dimaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρβυλοποιός]
- military boot-maker (syn αρβυλάς):



