Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αραχνώδης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αραχνώδης, επίθ.
  • Όμοιος με τον ιστό της αράχνης, αραχνοΰφαντος:
    • ο χιτών της Mαξιμούς υπήρχεν αραχνώδης (Διγ. Gr. 3115).

[αρχ. επίθ. αραχνώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go