Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραξοβολώ [araksovolό] aor αραξοβόλησα, naut
- cast anchor, anchor, moor (syn αγκυροβολώ 1, αράζω 2):
- ~ στο γιαλό, στο νησί |
- poem με άλλο κορμί μου αραξοβόλησα στο μέγα εδώ λιμάνι (Kazantz Od 9.184)
[der of άραξα & -βολώ by anal. to αγκυροβολώ]
- cast anchor, anchor, moor (syn αγκυροβολώ 1, αράζω 2):



