Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αραιωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αραιωμένος, -η, -ο [areoménos] (L)
  • ① spread or spaced out, dispersed, scattered (near-syn σκορπισμένος):
    • προχωρούσαμε τοίχο τοίχο αραιωμένοι σε ακροβολισμό (Myriv) |
    • είδα αραιωμένους στρατιώτες να σκαρφαλώνουν τρέχοντας ένα λόφο (Ouranis) |
    • τρέχουν τα παλληκάρια αραιωμένα ανάμεσα στα βράχια (Petsalis)
  • ⓐ reduced in number or quantity, thinned down, diminished (near-syn ελαττωμένος):
    • η Eλλάδα με αραιωμένο πληθυσμό δεν άργησε να υποκύψει στους Pωμαίους (Evelpidis) |
    • πεζοπορούν ώσπου να φθάσουν, αραιωμένοι από διάμεσους θανάτους, στο τέρμα της λαχτάρας τους (Ouranis) |
    • (είχε) μαύρα μαλλιά πολύ αραιωμένα στην κορφή (Petsalis)
  • ② diluted, rarefied (ant πυκνωμένος, συμπυκνωμένος):
    • ~αέρας, χυμός |
    • αραιωμένο γάλα, κρασί |
    • μπογιά αραιωμένη με νερό |
    • τα μαλλιά αποδίδονται με αραιωμένο σε τόπους το μαύρο βερνίκι (BFilippaki) |
    • βρίσκει τον T. νεκρό με τις γροθιές σφιγμένες κ' ένα ψιλό κορδόνι αραιωμένο αίμα να τρέχει απ' το στόμα (ChZalokostas)
  • ③ typogr etc written or printed w. (large) spaces between the letters or lines, letter-spaced, leaded (near-syn αραιοτυπωμένος):
    • αραιωμένο κείμενο, αραιωμένα στοιχεία

[fr postmed (Somavera) αραιωμένος, ppp of αραιώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go