Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβοκρατία [aravokratía] η, (L)
- Arab occupation or rule:
- κατά την ~ στην Iσπανία, πολλοί Iσπανοί είχαν εξαραβιστεί (Poulianos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αραβοκρατία, cpd w. combin form -κρατία; cf αγγλοκρατία, ενετοκρατία, φραγκοκρατία etc]
- Arab occupation or rule:



