Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρέσκομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρέσκομαι [aréskome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μου αρέσει, αισθάνομαι ευχαρίστηση κάνοντας κτ.: Aρέσκεται να συμμετέχει σε κοσμικές εκδηλώσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀρέσκω, -ομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go