Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απώτερος -η -ο [apóteros] Ε5 : που αφορά το μέλλον, όχι το άμεσο αλλά ούτε και το πολύ μακρινό. ANT εγγύτερος: Οι συνέπειες των ενεργειών του θα φανούν στο απώτερο ή στο απώτατο μέλλον. ~ σκοπός / στόχος, όχι αυτός που προβάλλεται, αλλά άλλος στον οποίο αποβλέπει κάποιος, μελλοντικά.
[λόγ. < μσν. επίθ. απώτερος `πιο μακρινός΄ < ελνστ. επίρρ. ἀπώτερ(ον) `πιο μακριά΄, αρχ. ἀπωτέρ(ω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απώτερος, -η, -ο [apόteros] (L)
- ① more distant, remoter, farther, ulterior (near-syn απώτατος 1, μακρινότερος, ant κοντινότερος):
- απώτεροι απόγονοι, πρόγονοι |
- απώτερη Aνατολή |
- απώτερη καταγωγή |
- απώτερο μέλλον, παρελθόν |
- λαοί γειτονικοί και απώτεροι |
- πρόσφατοι και απώτεροι δεσμοί του ελληνικού στοιχείου με την Aίγυπτο |
- κάποιος ασαφής όγκος ζωγραφίζεται στο απώτερο βάθος των άσπρων αχνών (Karagatsis) |
- ενδιαφέρεται για θέματα της απώτερης ιστορίας της γλώσσας μας (Kriaras)
- ⓐ subsequent, ulterior, future, final (near-syn απώτατος 2, κατοπινός, μελλοντικός, τελικός):
- απώτερες επιδράσεις, επιπτώσεις, συνέπειες |
- απώτερο αποτέλεσμα |
- αποβλέπει στο απώτερο συμφέρον της κοινωνίας |
- θέλει να συμβιβαστεί με τον κατακτητή με τον απώτερο σκοπό ν' ανακουφίσει το έθνος (Vacalop) |
- δεν πρέπει να τιμωρεί πράξεις, που έχουν ως απώτερο επακόλουθο τη γενική ευδαιμονία (Theodorakop) |
- ο ουμανισμός απώτερο προορισμό του έχει να βοηθήσει τον άνθρωπο (Sotirakis) |
- μας δείχνει τους ορίζοντες της απώτερής μας ευτυχίας (Evelpidis)
- ② original, basic (near-syn απώτατος 2b, αρχικός, μακρινότερος):
- το ευρωπαϊκό πνεύμα απώτερη, βασική πηγή του έχει την Eλλάδα (Kanellop) |
- η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης είναι κατά βάθος η απώτερη και κύρια αιτία της πτώσης του (Papanoutsos) |
- παρακολουθεί όλα τα μυστικά ίσαμε τις πιο απώτερες αρχές τους (Thrylos) |
- εφθάσαμε στο απώτερο υπόστρωμα του ζητήματος (Dimaras)
- ⓑ not manifest, latent, veiled (near-syn απόκρυφος 1b, κρυφός):
- απώτερες βλέψεις, προθέσεις |
- απώτερο κίνητρο ulterior motive |
- είχα έρθει με την απώτερη σκέψη να ψωνιστώ από κανένα διανοούμενο θηλυκό (Karagatsis) |
- στο τέλος αφήνεται να διαγραφεί το απώτερο νόημα του μυθιστορήματος (Sachinis)
[fr kath απώτερος ← MG (Souda) ← K ἀπώτερο]
- ① more distant, remoter, farther, ulterior (near-syn απώτατος 1, μακρινότερος, ant κοντινότερος):



