Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απώτερα [apόtera] adv (L)
- ① ultimately, finally, subsequently (near-syn τελικά):
- στη μουσικήν έχομε συνειρμούς από ήχους, που ~γεννούν τα μουσικά νοήματα (Tsatsos)
- ② ultimately originally, basically (near-syn βασικά):
- κάθετι, που έχει μια ~σοβαρή αιτία, δεν σημαίνει πως είναι κι αυτό καθεαυτό σοβαρό (Terzakis)
[der of απώτερος; cf kath απωτέρω ← AG ἀπωτέρω]
- ① ultimately, finally, subsequently (near-syn τελικά):



