Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απύθμενα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απύθμενα [apíθmena] adv (L)
  • abysmally, deeply, endlessly (near-syn βαθιά):
    • μπορούμε να δώσομε κι αυτή την ερμηνεία στην ~απελπισμένη φράση (Thrylos)

[der of απύθμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες