Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόχηρος1 [apό] ο, (& πόχηρος)
- widower (syn χήρος):
- phr χήρος και ~ |
- prov του πόχηρου ο γάμος δεν αργεί |
- είχα υπανδρευθεί προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι ~ (Papadiam) |
- o N. ενού μηνός ~ με πέντε δάχτυλα θλίψη στο καπέλο (Christomanos)
[substantiv. m of απόχηρος2]
- widower (syn χήρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόχηρος2, -η, -ο [apό]
- widowed, widowered:
- poem και στον απόχηρο | μαύρο πατέρα | την ίδια μάνα τους | εσέ να βρουν (Markoras) |
- κ' η απόχηρη Σουπέργα | παρηγοριέται, ακούοντας | που θα κοιμάσαι αυτού (id.) |
- δεν ακούς για παρόμοιο θάνατο να κλαίει | στα φτελιά το πιστό κι απόχηρο τρυγόνι (Kalosgouros)
[cpd w. χήρος]
- widowed, widowered:



