Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόταξη η [apótaksi] Ο33 : η οριστική απομάκρυνση από το στρατό αξιωματικού ο οποίος έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα: Οι κινηματίες καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο σε ~. || η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αξιωματικός που αποτάχτηκε.
[λόγ. < αρχ. ἀπόταξις `αποκήρυξη΄ (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόταξη [apótaksi] η, gen απόταξης & αποτάξεως (L) (dishonorable)
- discharge of officer fr military (police etc) service, cashiering:
- βάζω κ. σε ~ cashier s.o. |
- μπαίνω σε ~ be cashiered |
- το ανακριτικό συμβούλιο επέβαλε την ποινή της αποτάξεως για πειθαρχικό παράπτωμα |
- οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ~ από το αστυνομικό σώμα |
- η νέα κατάσταση θα έβαζε σε ~ όλους τους βενιζελικούς αξιωματικούς (Karagatsis)
[fr kath απόταξις ← PatrG 'renunciation' ← AG]
- discharge of officer fr military (police etc) service, cashiering:



