Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απόστιχα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απόστιχα [apóstixa] τα, (L) eccl
  • certain troparia sung near the end of vespers:
    • όταν ξανάρθουν οι καλόγεροι, αρχίζει ο όρθρος, το κοπιαστικότερο μέρος της αγρυπνίας, διαβάζονται τα ~, ο εξάψαλμος και τα ψαλτήρια (Papantoniou)

[fr MG (Sophocles' Lex.), απόστιχα (sc τροπάρια), substantiv. n of *απόστιχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go