Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόρριμα [apórima] το, usu pl απορρίμματα τα, (L)
- ① refuse, garbage, rubbish, offal (syn ακαθαρσία 2b, σκουπίδι):
- σωρός από απορρίμματα |
- βόθρος, λάκκος για απορρίμματα |
- δοχείο απορριμμάτων trash can, garbage bin (syn σκουπιδοτενεκές) |
- απορρίμματα ορυχείου tippings |
- fish. industry απορρίμματα ψαριών fish offal, fish waste |
- απορρίματα ζώου dung (syn ακαθαρσίες 3, σκατά) |
- το βιβλίο είναι καταστραμμένο και θα πάει στα απορρίμματα |
- ο εργάτης καταντούσε ~ θλιβερό της λειτουργίας της μηχανής (Despotop) |
- για να είναι ευχάριστο το λουτρό, πρέπει η θάλασσα να μην έχει απορρίμματα της ξηράς (Saratsis) |
- ψάχνει μέσα στ' απορρίμματα των χημικών εργαστηρίων (Papanoutsos) |
- βρήκαμε το χωριό ερημωμένο, μόνο απορρίμματα και φλούδες μέσα στους πέντε δρόμους (KPolitis)
- ⓐ fig worthless material:
- τ' απορρίμματα της κοινωνίας the scum of the populace (syn αποβράσματα) |
- υπάρχει στο έργο του Παλαμά ένας τεράστιος όγκος απορριμμάτων (Thrylos) |
- αρπάζουν απορρίμματα από τυχαίες συνομιλίες (Panagiotop)
- ② (D) aborted fetus, abortion (syn απόβαλμα 1b)
- ⓑ puny and deformed person (syn απόβαλμα 2)
[fr PatrG (4th c.) ἀπόρριμμα, der of ἀπορρίπτω]
- ① refuse, garbage, rubbish, offal (syn ακαθαρσία 2b, σκουπίδι):



