Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπτωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόπτωση [apóptosi] η, (L) med
  • falling off or shedding in small pieces (of uterine lining, cornea etc):
    • παρουσιάζονται μητρορραγίες, που οφείλονται σε ~ του ενδομητρίου ή και του κολπικού βλεννογόνου (Louros)

[fr kath απόπτωσις ← PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες