Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απόπλυση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόπλυση η [apóplisi] Ο33 : (γεωλ.) η απομάκρυνση ευδιάλυτων ουσιών από το επιφανειακό στρώμα του εδάφους και η μεταφορά τους σε βαθύτερα στρώματα με τη βοήθεια του νερού της βροχής: ~ εδαφών.

[λόγ. αποπλύ(νω) -σις > -ση μτφρδ. γερμ. Auswaschung ή αγγλ. washout]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπλυση [apóplisi] η, (L) techn t.
  • washing out, washing away, leaching:
    • επιτυγχάνεται η ~ ενός ποσοστού του μαγγανίου

[fr kath απόπλυσις ← LK]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go