Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απόδειπνον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
απόδειπνον το.
  • Aκολουθία που γίνεται μετά το δείπνο ή ο χρόνος μετά το δείπνο:
    • (Πανάρ. 7234).

[<ουσ. αποδείπνια τα (7. αι., Lampe) <έκφρ. από δείπνου (αρχ., L‑S, λ. δείπνος 1). H λ. στον πληθ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go