Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόγεμα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
απόγεμα το,
βλ. απόγευμα.
[Λεξικό Γεωργακά]
απόγεμα [apóyema] το, (also L απόγευμa & D απόγιομα)
  • afternoon (syn απογεματινό, απομεσήμερο):
    • βροχερό, μαγευτικό ~ |
    • την Kυριακή το ~ (or Kυριακή ~) Sunday afternoon |
    • το ~ του Σαββάτου |
    • χτες τ' ~ yesterday afternoon |
    • αργά, νωρίς το ~ |
    • στις πέντε το ~ at 5 pm |
    • κοιμάται τ' απογέματα |
    • περνάει τ' απογέματά του παίζοντας
  • ⓐ today in the afternoon, this afternoon:
    • τ' απόγιομα κοπιάστε στο σπίτι μου να τα πούμε (Vlami)

[fr postmed, MG απόγεμα bes απόγιομα ← K (1st c. AD) ἀπόγευμα, cpd w. γεῦμα; the L form απόγευμα fr kath]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματάκι [apoyematáci] το, (& απογευματάκι) απογιοματάκι
  • early afternoon:
    • τ' απογιοματάκι έφτασε στο χωριό ο Aλή-πασάς |
    • όλα ροδίζανε μέσ' το γλυκό ~ (KPolitis) |
    • την άλλη μέρα τ' απογευματάκι η αυλόπορτα γέμισε απ' την παρουσία μιας γυναίκας (Moskovis)

[der of απόγεμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματιανή [apoyematjaní] η,
  • ① afternoon (syn απόγεμα):
    • μιαν ~ πετιέται η Φλώρα στου Aντρέα (Psichari)
  • ② afternoon social gathering or party (syn απογεματινή 2):
    • στις απογεματιανές παίζουν πιάνο και χορεύουν

[substantiv. f of απογεματιανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματιανός, -ή, -ό [apoyematjanós]
  • of, or occurring in, the afternoon (syn απογεματινός 1, απομεσημεριανός, απομεσημεριάτικος):
    • ~ ήλιος |
    • απογεματιανά χρώματα, μη σπιρουνίζετε τον πόθο μου (Idas)

[der of απόγεμα w. suff -ιανός; cf suff -ανός in αυριανός, μεσημεριανός etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματινή [apoyematiní] η, (& L απογευματινή)
  • ① afternoon (syn απόγεμα):
    • μια μαγευτική ~ του καλοκαιριού ο καφές και η λιμνούλα του φανήκανε παραδεισένια (Psichari) |
    • η ειδυλλιακή χρονιά, που είχα όλες μου τις απογευματινές στη διάθεσή μου, πέρασεν (Palam)
  • ② afternoon social gathering or party (syn απογεματιανή 2):
    • μουσική, φιλολογική απογευματινή |
    • η κυρία M. δεχόταν στις απογεματινές της (Palam)
  • ⓐ theat afternoon performance, matinee (ant βραδινή):
    • η απογευματινή αρχίζει στις δύο |
    • προτιμούμε τις απογεματινές γιατί το εισιτήριο είναι φτηνότερο

[substantiv. f of απογεματινός; cf Koumanoudis s.v. απογευματινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματινό [apoyematinó] το, (& L απογευματινό)
  • ① afternoon (syn in απόγεμα):
    • καταντούν τα κυρακάτικα απογευματινά από τα οχληρότερα της ζωής μου (Palam)
  • ② afternoon snack:
    • έφαγε ένα γιαούρτι για ~
  • ⓐ in pl απογεματινά τα, daytime clothes:
    • δε χρειάζονταν τουαλέτες· θα βγαίναν με τ' απογευματινά, ένα πουλόβερ κλ (Tsirkas)

[substantiv. n of απογεματινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματινός, -ή, -ό [apoyematinós] (& L απογευματινός)
  • ① of, or occurring in, the afternoon (syn απογεματιανός):
    • ~ ήλιος, απογεματινή λιακάδα |
    • ~ καφές, περίπατος, ύπνος |
    • απογεματινό αεράκι, τρένο |
    • απογευματινή αργία, εφημερίδα, παράσταση, συναυλία |
    • journ απογευματινός τύπος, afternoon press |
    • απογεματινό φύλλο afternoon paper
  • ② functioning in the (late) afternoon:
    • τα (ελληνικά) απογεματινά σχολεία (στις HΠA) λειτουργούν σε μετασχολικές ώρες (Theotokas)
  • ⓐ attending school in the afternoon (ant πρωινός):
    • την άλλη βδομάδα είμαστε απογευματινοί στο σχολείο

[fr kath απογευματινός and the form -γεματινός fr postmed *απογεματινός (cf Erotokr απογιοματινή), der of απόγεμα w. suff -ινός; cf αυρινός, βραδινός; suff -νός in πρωινός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες