Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απόγειος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόγειος -α -ο [apójios] Ε6 : (λόγ.) για τον αέρα που φυσά από την ξηρά. ANT θαλάσσιος: Aπόγειοι άνεμοι. Aπόγεια αύρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόγειος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόγειος1 [apóyios] ο, (L)
  • wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειο 1):
    • νυχτιάτικος ~ |
    • σηκώθηκε, φυσάει ~ |
    • δε γέμιζε πανί ούτε καν από μπάτη κι απόγειο (Drosinis) |
    • ο ~ έφερνε οσμές υγρής βλάστησης (Karagatsis)

[substantiv. m of kath απόγειος (sc άνεμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόγειος2, -α, -ο [apóyios] (L)
  • ① blowing fr the land (syn στεριανός, ant αποθαλασσινός, θαλασσινός):
    • ~ άνεμος, απόγεια αύρα
  • ⓐ fig:
    • poem μιαν απόγειαν αγνότη φυσάει (Sikel)
  • ② coming fr the ground:
    • poem .. απόγεια θ' ακούσεις, αν πηθώσεις, | τ' αφτί στη γης να μουρμουρίζει η φλέβα (Gryparis) [fr kath απόγειος ← K (also pap), AG (Aristotle +) àπόγειος, cpd w. combin form -γειος ( |
    • γÉ); cf âπίγειος, περίγειος etc] S. απόγαιο.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go