Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απωθώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απωθώ [apoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.αναγκάζω τον επιτιθέμενο να υποχωρήσει, τον αποκρούω: Ο στρατός απώθησε τα εχθρικά τμήματα πέρα από τα σύνορα. β. απομακρύνω κπ. βίαια, σπρώχνοντάς τον: Οι αστυνομικοί απώθησαν το πλήθος των διαδηλωτών. γ. (φυσ.): Όμοια ηλεκτρικά φορτία απωθούνται. ANT έλκονται. 2. (μτφ.) α. για κπ. ή για κτ. που προκαλεί απέχθεια, αποστροφή, που δημιουργεί την έντονη τάση για απομάκρυνση, για αποφυγή. ANT ελκύω: Aυτός ο άνθρωπος / η φυσιογνωμία του / ο χαρακτήρας του με απωθεί. Tο σχολικό περιβάλλον πρέπει να είναι χαρούμενο και φιλικό και να μην απωθεί τους μαθητές. Mε απωθεί η σκέψη ότι πρέπει να συνεργαστώ μαζί του. β. (ψυχαν.) απομακρύνω από τη συνείδηση βιώματα, συναισθήματα ή τάσεις που δε θέλω ή που δεν μπορώ να τα ικανοποιήσω ή να τα αποδεχτώ: Aπωθημένες ενοχές μπορεί να δημιουργήσουν νευρώσεις. || (μππ., ως ουσ.) τα απωθημένα, απωθημένα βιώματα, επιθυμίες ή τάσεις: Mεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα. (έκφρ.) βγάζω τα απωθημένα μου, δίνω διέξοδο σε επιθυμίες και τάσεις που έμεναν πολλά χρόνια ανικανοποίητες, συνήθ. με έναν τρόπο που ξενίζει ή δυσαρεστεί.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπωθῶ· 1β: σημδ. γαλλ. repousser· 1γ, 2: σημδ. γερμ. abstossen ή αγγλ. repel]

[Λεξικό Γεωργακά]
απωθώ [apoθό] απωθεί, ipf απωθούσα, aor απώθησα (subj απωθήσω), pf & plupf έχω-είχα απωθήσει, mediop απωθούμαι, pass pf & plupf έχω-είχα απωθηθεί (L)
  • ① push away, shove, thrust (syn αμπώθω 1, σπρώχνω):
    • απώθησε την αγελάδα, τη μητέρα της |
    • τον απώθησε απότομα, ελαφρά, μαλακά |
    • οι γονδολιέροι με τα μακριά τους κοντάρια απωθούνε την όχθη (Ouranis) |
    • o παπάς τον απωθούσε με τα χέρια του (Petsalis) |
    • χωρίς ν' απωθήσει από πάνω του την κοπέλα, με ξάφνιασε (Glezos) |
    • ο τσιγγάνος απώθησε στη γωνία τη βαλίτσα (MGeorgiou)
  • ⓐ push back, drive away, repulse, repel (syn αντικρούω 1, αποκρούω 1):
    • οι άλλες κουράζονται ν' απωθούν κρούσεις ανδρών |
    • οι πληθυσμοί των ελληνικών χωρών απωθούνται από τους κατακτητές (Vacalop) |
    • το τάγμα είχε απωθηθεί την προηγούμενη ημέρα από τους Iταλούς (Terzakis) |
    • οι Έλληνες απώθησαν τους Φοίνικες στην πατρίδα τους (Evelpidis)
  • ⓑ fig drive away, push aside, expel, banish (near-syn αποδιώχνω 2):
    • απωθεί το άγχος, τον θάνατο, το τρακ |
    • έχει απωθηθεί στο περιθώριο he has been thrown into the background, he has been disregarded or ignored |
    • δεν μπορεί ν' απωθήσει τον φόβο των γηρατειών |
    • πρέπει ν' απωθήσεις το αίμα που ανεβαίνει στο κεφάλι σου και να πνίξεις τους πόθους που σ' ενοχλούν (Katsigra) |
    • αναγγέλλεται ο γάμος του μεγαλοεφοπλιστή και απωθούνται τα άλλα θέματα (Palaiologos) |
    • να σχηματισθεί κλίμα ευνοϊκό, για να προσελκύσει την ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι να την απωθεί έξω από την Eλλάδα (PSolomos)
  • ② reject, rebuff, repel, spurn (syn αποδιώχνω 3, διώχνω):
    • απωθεί την πίστη, το ψάρεμα |
    • δεν μπορούν να ανεχτούν το αμερικανικό φαινόμενο, το απωθούν αδιάλλακτα (Theotokas) |
    • προσπαθώ να κάνω τόσα πράγματα για τον τόπο και οι πάντες με απωθούν (Petsalis) |
    • χρόνια πολλά απωθούσε η ψυχή του τη χριστιανική διδασκαλία (Tatakis)
  • ⓒ cause repulsion, put off, repel, drive away (syn αποκρούω 1b, ant έλκω, προσελκύω):
    • το πρόσωπό του με απωθεί |
    • τον απωθεί η μουσική, η ποίηση, η πόλη, η σοβαρότητα |
    • οι αίθουσες διδασκαλίας απωθούν το φοιτητόκοσμο |
    • πέρασαν πολλά χρόνια για να πάψουν να με απωθούν ο Γκαίτε και ο Σαίξπηρ (Athanasiadis-N) |
    • ένα κύμα ζήλειας απωθούσε τον P. (Tsirkas)
  • ③ prevent fr being expressed, remove fr one's consciousness, repress (near-syn καταπιέζω):
    • ~επιθυμίες, παρορμήσεις |
    • μια πολεμική έξαψη απωθούσε μέσα τους κάθε λογισμό (Theotokas) |
    • του έφερε απότομα στη συνείδηση ό,τι μήνες τώρα ~με λογής σοφιστείες (TAthanasiadis) |
    • ο θεατής του έργου ζει μέσα σ' αυτά τα συμπλέγματα, που έχουν απωθηθεί στο ασυνείδητό του (Papanoutsos)
  • ④ mi 3pl απωθούνται repel one another (ant έλκονται):
    • phr τα ετερώνυμα έλκονται και τα ομώνυμα απωθούνται opposites attract, likes repel

[fr kath απωθώ ← PatrG, K (also pap), AG ἀπωθῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες