Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απυρόβλητος -η -ο [apiróvlitos] Ε5 : (στρατ.) που δε βάλλεται ή που δεν μπορεί να βληθεί από εχθρικά πυρά. || (ως ουσ.) το απυρόβλητο στην έκφραση κάποιος / κτ. είναι στο απυρόβλητο, δεν μπορούν ή δεν επιτρέπεται να του επιτεθούν, να ασκήσουν εναντίον του κριτική ή έλεγχο.
[λόγ. α- 1 *πυρόβλητος < πυρ -ο- + βλη- (βάλλω) -τος σφαλερός σχηματισμός για διάκριση από το απυροβόλητος κατά τα απρόσβλητος, ελνστ. κεραυνόβλητος `χτυπημένος από κεραυνό΄ (< κεραυνοβολῶ) απόδ. γαλλ. à l΄abri du feu(;)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απυρόβλητος, -η, -ο [apirόvlitos] (L)
- ① milit protected against enemy fire, defiladed:
- απυρόβλητη γωνία dead angle |
- απυρόβλητη ζώνη, περιοχή |
- το τάγμα αναπαύεται σε θέσεις απυρόβλητες (ChZalokostas)
- ② fig not heated, unfired, unaffected, untouched:
- πλαστουργεί παραστάσεις, που δεν μένουν απυρόβλητες από τη θερμοκρασία του ενστίκτου (Chourmouzios)
[fr kath (neol) απυρόβλητος, cpd w. πυρόβλητος; cf MG λιθόβλητος, πυρίβλητος]
- ① milit protected against enemy fire, defiladed:



