Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απτόητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απτόητος -η -ο [aptóitos] Ε5 : που δεν πτοείται, που δε χάνει το θάρρος του και δεν υποχωρεί μπροστά σε εμπόδια: Παρ΄ όλες τις δυσκολίες συνεχίζει ~ τον αγώνα. απτόητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπτόητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτόητος, -η, -ο [aptόitos] (L)
  • undeterred, undaunted, unrestrained, unchecked (near-syn άφοβος, ant καταπτοημένος):
    • ανδρική και απτόητη στάση |
    • απάντησε, διάβηκε ~ |
    • απτόητη η αισχροκέρδεια απλώνεται σε όλους τους τομείς της αγοράς |
    • η Kρουσταλλένια δέχεται απτόητη όλα αυτά τα χτυπήματα της μοίρας |
    • οι διαδηλωτές, απτόητοι από το εκτοξευμένο καυστικό πιπέρι, έφτιαξαν μια συμπαγή ανθρώπινη μάζα |
    • ο ποιητής συνεχίζει το λόγο του ~(Petsalis) |
    • βράχοι γκρεμισμένοι ως τη θάλασσα δέχονται τις βίαιες επιθέσεις του Λιβυκού πέλαγους απτόητοι και αμετακίνητοι (Varelas) |
    • οι μαυροφόρες περνάν απτόητες ανάμεσα στους τυράννους (ChZalokostas) |
    • οι αστροναύτες περιφέρονται απτόητοι στο διάστημα (Panagiotop)

[fr kath απτόητος ← MG (4th c.) απτόητος ← K ἀπτόητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go