Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απταίστως
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απταίστως, επίρρ.
  • Xωρίς φταίξιμο:
    • απταίστως έπαθες (Γλυκά, Στ. 439).

[αρχ. επίρρ. απταίστως. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απταίστως [aptéstos] adv (L)
  • faultlessly, fluently, perfectly (syn άπταιστα 2):
    • μιλεί ~ την αγγλική

[fr kath απταίστως ← MG ← K, AG ἀπταίστως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go