Παράλληλη αναζήτηση
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόσωπο [aprósopo] το, (L)
- ① sth lacking personal characteristics, impersonality (syn το προσωπικό):
- παρορμημένος προς το κοίταγμα του γενικού και του απρόσωπου ανάμεσ' από τα πρόσωπα κι από τα άτομα κλ (Palam) |
- να δώσει πρόσωπο στο ~,μέτρο στην αμετρία, τέτοια η αποστολή της Ελλάδας (Kazantz, adapted) |
- η αξία της τέχνης αυτής έγκειται στο ότι διατηρεί το ~ μέσα στο προσωπικό (Michelis)
- ② quality or state of absence of personal characteristics, impersonality, facelessness (syn απροσωπία 1):
- το ~της αιωνιότητας, της φύσης |
- το ~ της φωνής που ακούγεται από το μεγάφωνο |
- περιβάλλει όσα γίνονται μέσα στα βιβλία με την ατμόσφαιρα του αφηρημένου και του απρόσωπου (Sachinis) |
- τούτο οφείλεται στο άχρονο και ~ του καθαρού λόγου (Platis)
[fr kath το απρόσωπον, substantiv. n of απρόσωπος]
- ① sth lacking personal characteristics, impersonality (syn το προσωπικό):
- απροσωπόληπτα [aprosopόlipta] adv (L)
- without taking sides, impartially, even-handedly (syn αμερόληπτα):
- η εκτελεστική εξουσία πρέπει να εφαρμόζει τους νόμους ~(Panagiotop) |
- αντιμετωπίζει τα πράγματα αντικειμενικά και ~ (Sachinis) |
- γυρίζει για να ιδεί το παρελθόν ~ και χωρίς διάθεση απολογητική (Chourmouzios)
[der of απροσωπόληπτος; cf kath απροσωπολήπτως ← postmed (Somavera) ← PatrG, K (NT) ἀπροσωπολήπτως]
- without taking sides, impartially, even-handedly (syn αμερόληπτα):
- απροσωπολήπτης ο.
-
- Που δεν προσωποληπτεί, αμερόληπτος:
- Eις κριτήν … απροσωπολήπτην (Διγ. Z 4319).
[<στερ. α‑ + μτγν. ουσ. προσωπολήπτης. Πβ. και απροσωπόληπτος. H λ. τον 6. αι. (LBG)]
- Που δεν προσωποληπτεί, αμερόληπτος:
- απροσωπόληπτος, επίθ.
-
- Που δεν προσωποληπτεί, αμερόληπτος:
- κριτήν απροσωπόληπτον (Διγ. Άνδρ. 40816).
[μτγν. επίθ. απροσωπόληπτος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν προσωποληπτεί, αμερόληπτος:
- απροσωπόληπτος -η -ο [aprosopóliptos] Ε5 : που δεν προσωποληπτεί, που δε μεροληπτεί.
[λόγ. < ελνστ. ἀπροσωπόληπτος]
- απροσωπόληπτος, -η, -ο [aprosopόliptos] (L)
- not taking sides, impartial, even-handed (syn αμερόληπτος 1):
- ~δικαστής, απροσωπόληπτη παιδεία |
- η κριτική του Ψ. δεν είναι καρπός κρίσης αντικειμενικής και απροσωπόληπτης (Chourmouzios)
[fr kath απροσωπόληπτος ← PatrG ἀπροσωπόληπτος, cpd w. *προσωποληπτός (: προσωποληπτῶ)]
- not taking sides, impartial, even-handed (syn αμερόληπτος 1):
- απροσωποληψία η [aprosopolipsía] Ο25 : αμεροληψία. ANT προσωποληψία.
[λόγ. απροσωπόληπ(τος) -σία]
- απροσωποληψία [aprosopolipsía] η, (L)
- impartiality, even-handedness (syn αμεροληψία, ant προσωποληψία):
- έλεγε για την ~του νόμου, για την ισότητα απέναντί του (Kolyva)
[fr kath απροσωποληψία ← PatrG ἀπροσωποληψία, der of ἀπροσωπόληπτος]
- impartiality, even-handedness (syn αμεροληψία, ant προσωποληψία):
- απροσωποποίηση [aprosopopíisi] η, (L)
- act or process of making or becoming impersonal, impersonalization (near-syn αποπροσωποίηση):
- η ~αυτής της βασικής αρχής του συνειδέναι είναι απαράδεκτη, γιατί το σκέπτεσθαι δεν νοείται δίχως την προσωπική μονάδα (Theodorakop) |
- δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ο ένας, ποιος είναι ο άλλος· η ~ συναιρείται με την απανθρωποίηση (Panagiotop)
[fr kath (neol) απροσωποποίησις, der of *απροσωποποιώ (cf der of προσωποποιητικώς)]
- act or process of making or becoming impersonal, impersonalization (near-syn αποπροσωποίηση):
- απρόσωπος -η -ο [aprósopos] Ε5 : 1α.που δεν έχει το χαρακτήρα του ιδιαίτερου και του πρωτότυπου, που είναι όμοιο με πολλά άλλα: Οι θάλαμοι των νοσοκομείων είναι ψυχροί και απρόσωποι. Πόλεις απρόσωπες, χωρίς προσωπικότητα. Tο απρόσωπο περιβάλλον του ορφανοτροφείου. β. που δεν αφορά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: H κριτική του / η καταγγελία του ήταν εντελώς απρόσωπη. γ. (φιλοσ.) που δεν υφίσταται ως πρόσωπο. ANT προσωπικόςII3: Ο θεός των πανθεϊστών είναι ~. 2. (γραμμ.) ANT προσωπικόςII2: Aπρόσωπες εγκλίσεις, που δεν έχουν ξεχωριστούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα κάθε αριθμού (το απαρέμφατο και η μετοχή). Aπρόσωπα ρήματα, που δεν έχουν υποκείμενο ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα και που συνηθίζονται στο γ' πρόσωπο. Aπρόσωπη σύνταξη, με απρόσωπο ρήμα (στα αρχαία ελληνικά και με απρόσωπη έγκλιση). Aπρόσωπες εκφράσεις.
απρόσωπα ΕΠIΡΡ: Mιλώ εντελώς ~, χωρίς να αναφέρομαι σε ορισμένο πρόσωπο. ANT προσωπικά. [λόγ.: 1α, β: ελνστ. ἀπρόσωπος, αρχ. σημ.: `χωρίς όμορφο πρόσωπο΄· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. impersonnel]



