Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απρόσωπα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσωπα [aprósopa] adv (L)
  • without personal reference or involvement, impersonally (ant προσωπικά):
    • είχα σκοπό να μάθω κάτι και να φύγω, ~,χωρίς να αναγκασθώ ν' ανέβω επάνω (Palam) |
    • είναι πρόθεσή μου, ~ και απροσωπόληπτα, να αποδώσω το βαθύτερο νόημα του έργου που κρίνω (Tsatsos) |
    • ο νους ζητά να κοιτάξει το αντικείμενο ~ και εντελώς αντικειμενικά (Tatakis) |
    • τους στοχασμούς, που του γεννιούνται, δεν τους εκφράζει αφηρημένα και ~, αλλά με το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό (Sachinis)

[fr postmed (Somavera) απρόσωπα, der of απρόσωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go