Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απρόσφορο
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσφορο [aprósforo] το, (L)
  • inappropriateness, unsuitability (syn ακαταλληλότητα, απροσφορότητα):
    • ο στρατηγός τονίζει το ~του λιμανιού για στρατιωτικές μεταφορές

[fr kath το απρόσφορον, substantiv. n of απρόσφορος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόσφορος -η -ο [aprósforos] Ε5 : που δεν είναι κατάλληλος για κτ., που δεν ευνοεί τη δημιουργία ή την εξέλιξη μιας κατάστασης ή μιας διαδικασίας. ANT πρόσφορος: Οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας είναι απρόσφορες για την ανάπτυξη χειμερινού τουρισμού. Tο έδαφος είναι σήμερα απρόσφορο για διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. || ασύμφορος: Οι όροι που έθεσε θεωρήθηκαν απρόσφοροι και δεν έγιναν δεκτοί.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσφορος, αρχ. σημ.: `επικίνδυνος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσφορος, -η, -ο [aprósforos] (L)
  • inappropriate, unsuitable (syn ακατάλληλος 1):
    • απρόσφορη κατάσταση, μέθοδος |
    • απρόσφορο κριτήριο, μέτρο, μέσο, όργανο, υλικό |
    • απρόσφορη στιγμή inopportune moment |
    • γλώσσα απρόσφορη για το γραπτό λόγο |
    • οι εκλογές το Δεκέμβριο αντενδείκνυνται για τις απρόσφορες καιρικές συνθήκες |
    • η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου κάνει τους λαούς απρόσφορους για ωμές σκηνοθεσίες (Roufos) |
    • το μήνυμά τους αντήχησε σ' ένα κλίμα απρόσφορο να το δεχθεί (Thrylos) |
    • η σύνθεση του πληθυσμού δημιουργεί απρόσφορο περιβάλλον για την επικράτηση του κομμουνισμού (Kasimatis) |
    • ο Β. έχει απρόσφορη φωνή για το ρόλο που επωμίσθηκε (Ploritis)

[fr kath απρόσφορος ← MG (Tzetzes, Cod. Justin.) ← K, AG ἀπρόσφορος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσφορότητα [aprosforόtita] η, (L)
  • inappropriateness, unsuitability (syn in απρόσφορο):
    • αποδεικνύουν την ~της καθιερώσεως του κομμουνισμού (Kasimatis)

[fr kath (neol) απροσφορότης, der of απρόσφορος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go