Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσμενα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσμενα [aprόzmena] adv
  • unexpectedly, unforeseeably, surprisingly (syn in απροσδόκητα):
    • ξέσπασε, πετάχτηκε, σταμάτησε, φάνηκε ~ |
    • ξάφνου το δόντι σου σκοντάφτει σε κάτι ~ σκληρό (Ritsos) |
    • το καινούργιο δε φυτρώνει ξαφνικά κι ~, μα βγαίνει από το παλιό (Dizikirikis) |
    • ~ ένοιωσε ν' ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια του (Chatzianagnostou) |
    • σαν τελείωσε το παιγνίδι, πήρε ~ θάρρος και την πλησίασε (AAGeorgiadis-K) |
    • poem κι ο ύπνος ήρθε ~ (Decavalles)

[der of απρόσμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες