Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσκλητα [aprósklita] adv (L)
- without having been invited (syn απροσκάλεστα):
- το πρόσωπό της μου ήτανε σαν ήχος παλιού τραγουδιού, που μας έρχεται ~στα χείλη (Palam)
[der of απρόσκλητος]
- without having been invited (syn απροσκάλεστα):



