Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόθυμο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόθυμο [aprόθimo] το, (L) = απροθυμία
:
  • poem γνωρίζεις .. | του λόγου το φειδωλό, το εμπαικτικό και ~ (MAravantinou)

[fr kath το απρόθυμον, substantiv. n of απρόθυμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροθυμοποίητος, -η, -ο [aproθimopíitos] (L)
  • not showing or not having shown eagerness or willingness to do sth, unobliging (near-syn απρόθυμος):
    • ήταν απροθυμοποίητοι να μας εξυπηρετήσουν

[fr kath (neol) απροθυμοποίητος, cpd w. *προθυμοποιητός, der of προθυμοποιούμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
απρόθυμος, επίθ.
  • Που δεν είναι πρόθυμος, δεν είναι ευδιάθετος:
    • (Iερακοσ. 5104).

[αρχ. επίθ. απρόθυμος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόθυμος -η -ο [apróθimos] Ε5 : ANT πρόθυμος. 1. (για πρόσ.) που δε δείχνει διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα να κάνει κτ., εξαιτίας της αδιαφορίας του ή των δισταγμών του: H κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να δώσει αυξήσεις. Είναι ~ να συμμετάσχει στην οργάνωσή μας. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς προθυμία: Aπρόθυμη εξυπηρέτηση. απρόθυμα ΕΠIΡΡ: Mε δέχτηκε πολύ ~. Έδωσε ~ την υπόσχεσή του.

[λόγ. < αρχ. ἀπρόθυμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόθυμος, -η, -ο [aprόθimos] (L)
  • reluctant, unwilling, disinclined (near-syn ανόρεχτος 2b, απροθυμοποίητος, ant πρόθυμος):
    • απρόθυμο κοινό |
    • ~ αχθοφόρος, απρόθυμη υποδοχή |
    • απρόθυμα και βαριά βήματα |
    • παιδιά απρόθυμα για σοβαρή δουλειά |
    • δεν είναι ~ στη φιλοξενία του |
    • είναι απρόθυμοι να συνεργαστούν, να μας υποστηρίξουν |
    • άρχισε να κλοτσά το ζωντανό, που τον ακολουθούσε απρόθυμο και θλιμμένο (Bastias) |
    • φαινότανε σαν ~ ή ανήμπορος να υποβληθεί σε κόπους (Terzakis) |
    • ο κυβερνήτης εφάνηκε ~ να διοικήσει τον τόπο βασισμένος στο σύνταγμα (Koumarianou) |
    • το μέγα τμήμα της επιχειρηματικής τάξεως είναι απρόθυμο ν' αναλαμβάνει μακροπροθέσμους κινδύνους (Zachareas)

[fr kath απρόθυμος ← MG απρόθυμος ← AG ἀπρόθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες