Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροφύλαχτος, -η, -ο [aprofílaxtos] (& L απροφύλακτος)
- unprotected, unguarded (syn in απροστάτευτος 1):
- ~τόπος, απροφύλαχτο χωριό |
- κάθισε, πέρασε ~ |
- τις άφηνε να ψιθυρίζουν στην απροφύλαχτη ψυχή του ένα πλήθος συγκινητικές ιστορίες (Myriv) |
- ο αγέρας που φύσηξε κρύος, καθώς έπεσε πάνω στο απροφύλαχτο παιδί, το ξύπνησε (Venezis) |
- το πόρτο ήταν πλατύ, απροφύλαχτο από κύμα κι από κουρσάρους (Petsalis) |
- τότε, απροφύλαχτοι αποπαντού, αντικρύζομε το απέραντο κενό του ορίζοντα (Tsatsos)
[fr MG απροφύλακτος ← PatrG, K ἀπροφύλακτος ← AG]
- unprotected, unguarded (syn in απροστάτευτος 1):



