Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απροσμέτρητο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσμέτρητο [aprozmétrito] το, (L)
  • ① that which is immeasurable (syn αμέτρητο 1):
    • ο άνθρωπος, που παίρνει τη θρησκευτική στάση, επιχειρεί ένα παράφορο πήδημα για να βρεθεί στο παράδοξο, στο ~και στο οδυνηρό (Papantoniou)
  • ② immeasurableness, immensurability:
    • η κλίμακα του διακόσμου με τα μικροσκοπικά στοιχεία της μεγεθύνει το όλο έως το ~(Michelis)

[fr kath το απροσμέτρητον, substantiv. n of απροσμέτρητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροσμέτρητος -η -ο [aprozmétritos] Ε5 : που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί· άπειρος: H απροσμέτρητη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Bάθος απροσμέτρητο.

[λόγ. α- 1 προσμετρη- (προσμετρώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσμέτρητος, -η, -ο [aprozmétritos] (L)
  • ① immeasurable, boundless, uncountable, countless (syn ακαταμέτρητος, αλογάριαστος Α2, αμέτρητος 1b):
    • ~μόχθος, πλούτος, πόνος, σαδισμός |
    • απροσμέτρητη αξία, απόσταση, γοητεία, δόξα, επιτυχία |
    • απροσμέτρητη αγάπη, αντιπάθεια, θλίψη, χαρά |
    • απροσμέτρητες διαστάσεις, δυνατότητες, συμφορές |
    • απροσμέτρητο θράσος, μεγαλείο, πένθος, πλήθος, ύψος |
    • απροσμέτρητη ψυχική αντοχή |
    • παπάς δεν υπάρχει εκεί από χρόνια απροσμέτρητα (Petsalis) |
    • την έπιασε μια απροσμέτρητη βαργεστημάρα για όλους (Karagatsis) |
    • πάνου στον αφρό της απροσμέτρητης πλατωσιάς οι άδολοι γλάροι αναριγούνε (Zappas)
  • ⓐ unfathomable, bottomless (syn άπατος 1b, απύθμενος 1):
    • απροσμέτρητη άβυσσος, απροσμέτρητο κενό |
    • poem ο δρόμος μόνο απόμεινε, .. | που πάει στον απροσμέτρητο κρημνό (Zevgoli)
  • ⓑ incalculable, immense (syn ανυπολόγιστος):
    • γεγονός απροσμέτρητης σημασίας |
    • απροσμέτρητη ιστορική ηλικία |
    • σε μια άλλη αίθουσα ήταν εκθέματα για το απροσμέτρητο κακό που κάνει στον άνθρωπο το αλκοόλ (Karantonis)
  • ② incalculable, unforeseeable:
    • απροσμέτρητες επιπτώσεις της πυρηνικής ενέργειας |
    • εκθέτει τη χώρα σε απροσμέτρητους κινδύνους |
    • το παλληκάρι νοιώθει ότι πρωτομπαίνει σ' εκείνη τη ζωή, που έχει απροσμέτρητες πιθανότητες (Petsalis) |
    • η κατάλυση της σεξουαλικής υποκρισίας είναι γεγονός με απροσμέτρητες συνέπειες (Panagiotop) |
    • το όριο όπου έφθασε είναι γεμάτο απροσμέτρητες υποσχέσεις (Dimaras)
  • ⓒ unfathomable, inscrutable, impenetrable (syn απύθμενος 3, near-syn ανεξιχνίαστος 1, αξεδιάλυτος 2b):
    • αναμετρά με κατάπληξη ο άνθρωπος πόσο απροσμέτρητη είναι η περιοχή του αγνώστου (Tatakis) |
    • poem .. αναπνέουν | στην απροσμέτρητη ησυχία της νύχτας (Xydis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απροσμέτρητος, cpd w. *προσμετρητός, der of AG (+) προσμετρῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go