Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απροσμέτρητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσμέτρητα [aprozmétrita] adv (L)
  • immeasurably, incalculably, immensely, exceedingly (syn ακαταμέτρητα, αμέτρητα, ανυπολόγιστα, άπειρα 2, απέραντα 2):
    • η προαιώνια καταβολή της πατρίδας μας στην εμβάθυνση αυτών των ριζών υπήρξεν ~μεγάλη (Athanas) |
    • η έμπνευση κάνει την ψυχή ν' απλώνεται ~ (Chatzinis, adapted) |
    • poem τόση ευτυχία εξαφνική | μ' έχει ~πονέσει (Panagiotop)

[der of απροσμέτρητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go