Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσμέτρητα [aprozmétrita] adv (L)
- immeasurably, incalculably, immensely, exceedingly (syn ακαταμέτρητα, αμέτρητα, ανυπολόγιστα, άπειρα 2, απέραντα 2):
- η προαιώνια καταβολή της πατρίδας μας στην εμβάθυνση αυτών των ριζών υπήρξεν ~μεγάλη (Athanas) |
- η έμπνευση κάνει την ψυχή ν' απλώνεται ~ (Chatzinis, adapted) |
- poem τόση ευτυχία εξαφνική | μ' έχει ~πονέσει (Panagiotop)
[der of απροσμέτρητος]
- immeasurably, incalculably, immensely, exceedingly (syn ακαταμέτρητα, αμέτρητα, ανυπολόγιστα, άπειρα 2, απέραντα 2):



