Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσδιόριστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσδιόριστα [aproz∂jόrista] adv (L)
  • ① not specifically, indeterminately, vaguely (syn ακαθόριστα, αόριστα):
    • αντικείμενο της παιδαγωγικής αγάπης είναι το παιδί γενικά και ~ (Papanoutsos) |
    • poem του τοπίου είναι και η κούραση από κάτι | ~ θλιμμένο (Decavalles)
  • ② indeterminably, indeterminately, indefinitely:
    • ένας ~ μεγάλος αριθμός στρατευμάτων εξολοθρεύθηκαν |
    • το καλλιτέχνημα μπορεί να συντηρηθεί επί ~ μακρό χρονικό διάστημα (Papanoutsos)

[der of απροσδιόριστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες